- ἐμπροσθόκεντρα
- ἐμπροσθόκεντροςwith a sting in frontneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εμπροσθόκεντρος — ἐμπροσθόκεντρος, ον (Α) (για έντομα) αυτός που έχει μπροστά το κεντρί («τὰ δὲ δίπτερα ἐμπροσθόκεντρα», Αριστοτ.) … Dictionary of Greek